- ἐνόρκους
- ἔνορκοςhaving swornmasc/fem acc plἐνορκόωadjureimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek
ζήτημα — το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.) 2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» γεννά αφορμές για… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek